- νεόφερτος
- -η, -οβλ. νεοφερμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεόφερτος — και νιόφερτος, η, ο νεοφερμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νιόφερτος — η, ο βλ. νεόφερτος … Dictionary of Greek
Κβίτκα, Γκριγκόρι Φιοντόροβιτς — (Grigori Fedorovitch Kvitka, Οσνόβα 1778 – Χάρκοβο 1843). Ουκρανός λογοτέχνης. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Υπήρξε ένας από τους εκδότες και συντάκτες της εφημερίδας Ουκρανικός Ταχυδρόμος. Χρημάτισε διευθυντής του επαγγελματικού… … Dictionary of Greek